- καταγορευτικός
- κατᾰγορ-ευτικός, ή, όν,A declaratory, definitive, D.L.7.70; περὶ τῶν κ., title of work by Chrysippus, ib.190.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταγορευτικός — καταγορευτικός, ή, όν (Α) [καταγορεύω] 1. αυτός που αποφαίνεται οριστικά για κάποιο πράγμα 2. φρ. «Περὶ τῶν καταγορευτικῶν» τίτλος έργου τού Χρυσίππου … Dictionary of Greek
καταγορευτικῶν — καταγορευτικός declaratory fem gen pl καταγορευτικός declaratory masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγορευτικόν — καταγορευτικός declaratory masc acc sg καταγορευτικός declaratory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)